Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022. Ημέρα ψυχρή και ιδιαιτέρως βροχερή. Στο κρύο σκαριμπέικο της οδού Λυκόφρωνος 4 βρίσκομαι με το ιδρυτικό μέλος των Φίλων Γιάννη Σκαρίμπα Παναγιώτη Τζαφέρο και συζητούμε.
Λίγη ώρα αργότερα, εμφανίζεται ένα άλλο μέλος του Συλλόγου, με το καπελάκι και το γυαλάκι της να προβάλλουν στην κεντρική θύρα,
αναζητώντας είσοδο και πρόσκαιρο της μοναξιάς της λάχτισμα εν.
«Από την άλλη, τη μικρή», της κάνω και της γνέφω.
Εν τέλει μπήκε, έκανα τις συστάσεις.
«Μόσχα;» ρωτάει ο Παναγιώτης Τζαφέρος.
«Ναι», αποκρίνεται.
«Θες, Παναγιώτη, να μάθεις το πώς τα έλαβε;»
«Το δίχως άλλο…»
Απευθύνομαι στη θυλική ύπαρξη: «Θα μας τα πεις, Μόσχα;»
«Βεβαίως…
Η μητέρα με τις δυο αδερφές της κατά τον Μεσοπόλεμο είχε αφήσει την πατρίδα της, την Πελοπόννησο και είχαν έρθει στη Βόρεια Εύβοια
για να εργαστούν στον Σκαλιστήρη. Μένανε στο Σπαθάρι. Σκληρή η δουλειά στα μεταλλεία… Ήρθε και πόλεμος… Τα πράγματα
χειροτέρεψαν… Πείνα και τρόμος… Στη περιοχή μένανε Ιταλοί…
Εκεί στο χωριό είχε μπακάλικο ένας Σπαθαριώτης, που ήταν παντρεμένος, αλλά την οικογένειά του την είχε στη Χαλκίδα. Από τα πολλά,
έπαιξε και η πείνα τον ρόλο της, έκανε σχέση με την αείμνηστη μητέρα μου και το ’43 την κατέστησε έγγυο. Έγινε γνωστό, αλλά έκανε τον
αδιάφορο για να μη μαθευτεί το γεγονός στη Χαλκίδα. Οι Ιταλοί, μαθαίνοντας το γεγονός, τον μαύρισαν στο ξύλο και εξαναγκάστηκε να
φύγει από το Σπαθάρι και να γυρίσει στη Χαλκίδα, όπου μετά από λίγο πέθανε.
Εγώ γεννήθηκα το ’44, όμως ο παππάς του χωριού δε με βάφτιζε, γιατί δεν ήμουν από νόμιμο γάμο. Αυτό το έμαθαν οι Αντάρτες και μια
μέρα ήρθαν στο χωριό ένας Καπετάνιος μαζί με έναν συμπολεμιστή του, οπότε και πήγαν στην εκκλησία, βρήκαν τον παππά, ο Αρχηγός τον
ρώτησε γιατί δεν βαφτίζει το μωρό και σαν ο άλλος έλεγε τα παππαδίστικά του, βγάζει το περίστροφό του, του το στρέφει απειλητικά προς
το κεφάλι και του λέει: ‘‘Τώρα, θα το βαφτίσεις και Μόσχα θα το βγάλεις.’’
Τι να κάνει ο παππάς με τρεμάμενα χέρια και σπαστή φωνή, ψέλνει και με βαφτίζει ‘‘Μόσχα’’.
Μετά ακολούθησαν τα ορφανοτροφεία, η γνωριμία με τη γυναίκα του Νομάρχη Ανδρέα Ιωάννου, οι οποίοι όταν το ’60 φύγανε από την
Εύβοια, με πήρανε μαζί τους και κατέληξα στη Γερμανία, απ’ όπου (σαν έγινα 35 χρονών) γύρισα στην Ελλάδα και πήγα στο Προκόπι, όπου
έμενε η μητέρα μου, για να συναντήσω. Μία ημέρα πήρα ένα ΤΑΞΙ, πιάσαμε κουβέντα με τον ταξιτζή. Από τα πολλά φτάσαμε στη δική μου
ιστορία. Γνώριζε το περιστατικό της βάφτισής μου, γνώριζε και τον νουνό μου. Ήταν ο Οδυσσέας Κουβλής από το Αγριοβοτάνι. Τράβηξε
πολλά μετά την Κατοχή… Κανονίσαμε και πήγαμε. Τον βρήκαμε στο σπιτικό του. Ήταν με τη γυναίκα του. Με καλοδέχτηκαν και με
περιποιήθηκαν. Τον ξαναεπισκέφτηκα αργότερα, μα πλέον δε ζει… Αρρώστησε και πέθανε πριν καμιά δεκαριά χρόνια.»
Κωνσταντίνος Κλ. Μπαϊρακτάρης
Χαλκίδα, 29 Νοεμβρίου 2022