«…Εκεί στο «ΠΑΝΤΩΠΟΛΗΟΝ Η ΑΦΗΛΩΚΕΡΔΥΑ» στάθηκε τ’ αμάξι καρσί στα παρεθύρια της Μπαρούτενας (της μάνας της περιπόθητης Αννίκας) της ξεβασκάστρας, της ξορκίστρας, πούχε σώσει κόσμο και κοσμάκι, ζωντανά κι ανθρώπους, ξορκίζοντας το μάτι, το λαιμό, τ’ ανεμοπύρωμα, τις μαγουλήθρες, τη λούγκα και τη σπλήνα· τη χρυσή, τη μυρμηρία, την πεντέρουγα, την τρογυρίστρα, την κλαπάτσα, τ’ ακονάκι, τ’ ανεμογκάστρι και την κόρυζα… Μάλαμα γυναίκα, σωτήρια. Σκέσεις με το Θεό και τσου αγίους είχε, με τσου δαιμόνους είχε παρτίδες και φιλίες. Μάνα της κασίδας ήταν αυτή για πάσα αρρώστια –Μπαρούτενα με τ’ όνομα.
Ξόρκιζε με τον απήγανο, σταύρωνε με το αλάτι. Φύσαε και μουρμούριζε, με τα σαράντα κύματα ομίλει. Μάραθο μάσαε και κύμινο, αλαφοκέρατο έτριβε, τεσσερομάτικου σκυλιού την τρίχα έψενε. Στό σταυροδρόμι νύχτα με φεγγάρι έλυνε τα μάγια. Ένα μπουκλί απ’ τα μαλλιά σου έπαιρνε, απ’ το πουκάμισο σου ένα κομμάτι. Μέλεγο και απέλινο σε πότιζε. Μανόγαλα και βοτάνι της αγάπης. Σε σταύρωνε, σε ξόρκιζε, σε γήτευε. Μιά καρφίτσα από το χέρι σου σού ζήταε, μιά ψείρα απ’ τα κορμί σου.
Και τέλειωνε.
Οι κακιωμένοι αγαπιόντουσαν. Οι χωρισμένοι ξανάσμιγαν.
Παντρεύονταν οι άμοιρες. Οι άσκημοι ομόρφαιναν. Αρνάκια γίνονταν οι αράθυμοι, θεόστραβοι οι ζηλιάρηδες. Ούλο και σερνικά αράδιαζαν οι νιόπαντρες, δεν ξαναθάφταν πια παιδί οι χασομάνες. Το γάλα ποτάμι κατέβαζαν οι γκίτικες. Οι αλαφροΐσκιωτοι – νυχτιάρηδες γινόσαν…
Ψες προψές, τη λούγκα γήτεψε του Μπαρδέλια.
Μαυρομάνικο μαχαίρι πήρε στο χέρι της, τους τέσσερες ανέμους εφύσηξε και σταύρωσε. Τον κυρίαρχο της γης και τ’ ουρανού επικαλέστηκε, τον αρχηγό των σκοτεινών δυνάμεων εμαύλισε απ’ τον Άδη.
Και είπε. Είπε μουρμουριστά, καμμύοντας τα βλέφαρα, αναστρέφοντας τις κόρες των ματιώ τση:
«Γουστερίτσα και φαλάγγι πιάσανε τον αϋφαντάκο και τον πήγαν στο ρουμάνι κει που ο ήλιος δεν τον φτάνει, ούτε βόγγερας ή ασκίθι ή το μαύρο σαμιαμίθι. Ασηκώσανε μιά πέτρα πούτανε εξήντα μέτρα κ’ επλακώσαν από κάτω το σπυρί τον αϋφαντάκο, το σπυράκι, το μαυράκι, την οχιά το μαύρο φίδι και τον Γιάννη το πονίδι πάσα βόγκο, πάσα βούγκα, πάσα φουσκωμένη λούγκα»…
Αυτό ήταν. Ένα κ’ ένα…»
Όμως ποιός θα του γιάτρευε τον καϋμό που τούχε ανάψει η κόρη της η Αννίκα;…»
«…Θερίο ανήμερο ήταν στην καρδιά και στο μπουρί του. Διάολος απ’ το ρέμα ανάμεσα στς ανθρώπους. Σκάνταλο μες στα πανιά και στα τραμπάκουλα.
Ησυχία το πνέμα του δεν είχε. Ζάπ’ δεν εγίνονταν το τέρας, λιθάρι πάνω στ’ άλλο δεν άφινε. Τους σκύλους έβαζε σ’ αγγαρεία.
Με τους συντρόφους του –τους ναύτες– είχε ούλο να κάμει. Με τον καπετάνιο, το λοστρόμο. Ούλους άνω κάτω τους έφερνε ο κανάγιας. Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ’ έδενε.
Σκάλωνε σα γάτος αψηλά στα φλίτσα κι ανάμπαιζε από κεις τον καπετάνιο. Με το χάρο αστειεύονταν –χαχάνιζε– τις ψυχές του κόσμου έπαιζε κορώνα γράμματα μαζί του.
Τα πανιά του παπαφίγκου να στριγκάρει, του φώναζε ο λοστρόμος απ’ το κάσαρο, αυτός έπιανε όσες μούδες τ’ άρεσε στις γάμπιες! Όρτσα δίπλα σταύρωνε τους φίγκους!
Όπ’ ευτύς η γολέτα έμπαινε τραβέρσο… Τσαλαβούταε στον τόπο με την πλώρη της.
Όξω φρενών ο καπετάνιος τού βούιζε με τη μπουρού από κάτω: …Τον παπαφίγκο στρίγκα μωρέ Τούρκοοο!… Άχ μπαγάσα θα μας πνίξεις…
Αυτός το γουδί το γουδοχέρι. Άφινε τις γάμπιες, φλετούραε στην κόφφα.
Φούσκωνε κι άφριζε κάτω του η θάλασσα. Οι αρματωσές έτριζαν. Αυτός εκείς εστέκονταν κ’ έβγαζε λόγο… για ν’ ακάνε! Έδειχτε με το δάχτυλο τα σύγνεφα κι αποτείνονταν στο καπετάνιο και στο πλήρωμα:
Αγαπητοί μου συμπολίτες |
Με το γκρα τον κατέβαζαν από κείθες. Πέντ’ εξ του άστραφταν στον αέρα. Ούλο το πλήρωμα έπεφτ’ απάνω του κι ούλους αυτός τους έκανε ζάπι!…
Σιδερένια ήσαν τα μπράτσα και τα χέρια του. Μπρούτζινο ήταν το κορμί του.
Όπου σε μάγκωναν οι φούχτες του, σε ξέραιναν, όπου σε λάχαιν’ η γροθιά του πιάνονταν η πνοή σου. Γλέπανε και παθαίναν ώστε να τον κλείσουνε λιταρωτόν στο μπαλαούρο.
Μα πού ν’ αλλάξει γνώμη. Σα τον έβγαζαν, τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα. Ξανά την πρώτη τέχνη του, τα ίδια.
Πυροφάνια έβαζε στα δάχτυλα των συντρόφων του, των μούτσων, όταν κοιμόντουσαν. Με μιά σαλιωμένη κλωστή τους μάλαζε το σβέρκο. Μ’ ένα πούπουλο τους σγάρλαε τη μύτη. Κι απέ ξεραίνονταν στα γέλια!…
Με μαδέρια, με στραβόξυλα, μ’ ό,τι τύχαινε ξωπίσω του, αυτοί τον εκυνήγαγαν. Καπνός κι αντάρα, πάγαινε από κοντά του το βριξίδι. Απ’ τις Χριστο-Παναγίες τάραζαν οι σκούνες.
Τον παίρναν στο κοντό να τον σκοτώσουν. Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Στα μπαστούνια των γαμπιών, αυτός τουμπάριζε. Άντε πιάστον! Κι από κεις τους έπαιζε κλαρίνο της μύτης με τα δάχτυλα και καμμιά φορά τους ψιλοκατουρούσε…
Κι από κοντά τον τρέμαν τα λιμάνια.
Μέσ’ στα καφέ-αμάν και στα μπουρδέλα μπούκερνε σα τρελλοτραμουντάνα απ’ τα μπουγάζα. Μ’ ούλες τις πριμαντόνες εγνωρίζονταν. Μ’ ούλους τους κοντραμπαντζήδες είχε φιλίες και παρτίδες. Μ’ ούλους τους μαχαιροβγάλτες μες στις πιάτσες.
Σειότανε και λυγιότανε μέσα στις μπυραρίες και τα κλαμπ, μες στα καφέ-αμάν της Αλεξάντρειας και της Σμύρνης. Ούλα τα κορίτσια –εκεί– αγκαζάριζε, ούλο τον κόσμο εκέρναε κονιάκια…».
«… Όμως κρυφά, μιά ιδέα τού τάραζε την καρδιά, του θόλωνε τη ψυχούλα του αγάλι. Σιγά – σιγούλια τον κυρίευε.(…)
Εκεί όξ’ απ’ τη θύρα του, στον ίδιο δρόμο, στη γωνία, τον καρτερούσε ο πειρασμός, τούχε στημένο ο διάολος το καρτέρι.
Η κουμπάρα του μαθές, η χήρα η Σταθία του Τσάμπα, που ο Θεός ας τον σχωρνούσε.
Τον είχε χιλιοκολασμένο το δόλιο.
Έκανε να προσπεράσει από την πόρτα της και στεκόταν. Αυτή τον κράταε. Πίσ’ απ’ το τζάμι τον ανήμενε. Ψιλή –κοφτερή– κουβέντα έπιανε μαζί του. Πού να περάσει! Κάντιο στάζαν τα χείλη της, αλευροζάχαρη κι αθέρα κουκουτσιών κουκουναρίσιων… Εκεί τον κρατούσε και του τάλεγε. Ζερβοδίμητα, μπερδεμένα τού τα νέτερνε, μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο, μιά στην κορφή κανέλλα από την Πόλη… Αφουγκράζονταν κι αυτός. Τέσσερ’ αυτιά νάχε να την άκουγε, τέσσερα μάτια να την βλέπει. Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Τον ρέθιζε η φωνή της η περίγλυκη, έπαιζε με τις σπίθες των ματιών της. Παρατηρούσε επίμονα εκείνο το υγρό χείλι της, το κάτω. Καθώς τον νάρκωνε η γλύκα της, αυτός κοίταε (και ζαχάρωνε) κείνην τη μπλού φλεβίτσα του λαιμού της. Το τικιτάκ τόνα ζούρλαινε…
Και τώρα, καταλάβαινε.
Καταλάβαινε να βουλιάζει μες στους πόθους του, να γίνεται ένα με την υγρασία των χειλιών της.
Αυτός ήταν ένας άνθρωπος απλός. Εννοούσε καλά – ήταν βέβαιος– ότι όλα αυτά ήσαν δικά του. Μόνον ο ήλιος έφταιγε που τον αμπόδαε, η μέρα· η ντροπής του κόσμου, α δε μη, θάταν μες στο σπίτι της, στην αγκαλιά της θάχεν αράξει μιά χαρά, ο Καπετάν Γιάννης ο Σαλαμάτας.
Έτσι ένα βραδάκι –νύχτα– έκρουσε τη θύρα της, μάλλον γρατσούνισε τα δάχτυλα του στη σανίδα. (….)
—Ποιός είναι; αρώτησε δειλά μιά φωνή από μέσα ενώ το μάνταλο της πόρτας σύρθηκεν αγάλι.
—Εγώ…
—Ποιός είσαι συ; ξανάπε η φωνή κ’ η πόρτα μισάνοιξε και φάνηκε στο μισοσκόταδο η κουμπάρα του.
—Εγώ είμαι Σταθία, ήρθα· με περίμενες;
—Χριστός και Παναγία !… έκαμεν αυτή, καθώς ένας σπασμός την τίναξε σύγκορμη από φρίκη.
—Πώς ;!
—Το λάδι κουμπάρε, θα μας κάψει.
—Το λάδι;!
Κ’ η πόρτα ξανάκλεισε αλαφρά στα μούτρα του κ’ ήμπε ξανά στη θέση της η αμπάρα…»
«…Ο κάμπος πρασίνιζε, τα νερά κελαρούσαν, βαριές λιχουδιές άπιστων χταποδιών του γιαλού αναδίναν οι πόρτες (…) Τόπους – τόπους ο κάμπος στο βάθος άχνιζ’ αλαφρά (…) Δω και κει στα χωράφια τους οι κολλήγοι δουλεύαν. Πρασίνιζαν τα γρασίδια, εβόσκανε τ’ άλογα. Είχα φτάσει στο ρέμα (…)Από δώ και κάτω άρχιζε ο λόγγος. Ενας ελαιώνας απέραντος. Τι δάσος! Τι δάσος! (…) Ελεγα αν είχα δικαίωμα θάκανα αυτό το λόγγο παράδεισο (…). Στο ποταμάκι οι καλαμιώνες φουντώσανε και έχουν ανθίσει οι ροδοδάφνες στις όχτες (…) Πατώντας αλαφρά στη σιωπή των πραγμάτων – ριγηλές μεσ’ στα μαύρα τους – οι νύχτες έρχουνται. Οι ουρανοί χαμηλώνουνε. Κάθουμαι και παρατηρώ τους ορίζοντες, στένω αφτί ούλη νύχτα, αφιγκράζομαι των νερών το κελάρυσμα, σφυγμομετρώ το καρδιοχτύπι της παύσης».
…………………………………………………………………………………………….
«Ξόρκιζα με τον απήγανο, και σταύρωνα με το αλάτι, έλεγα: “εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας” και λιβάνιζα, “εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότει βυθού κατενεχθέντα δια την έπαρσιν” κ’ έφτυνα, “ορκίζω σε πνεύμα ακάθαρτον κατά θεού Σαβαώθ και πάσης στρατιάς αγγέλων θεού, Αδωνάι, Ελωί, έξελθε και αποχώρησον από του σταύλου μας τούτου” και τράβαγα τη μύξα μου απάνω του, “φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον” και γύριζα και τον έκλανα.»
-Αχαχούχαααα… την ακώ να μου κάνει, κοιμάστε; Τι; δεν ξέρετε ότι η Λουίζα είναι κούκλα;
Αχ τι έλεγε; Κούκλα; Καλά το υποπτεύομαν, έκαμα να πω, μα δεν πρόφτασα· ένοιωσα να μου σπάζει η καρδιά μου. Τα μάτια μου βούρκωσαν. «…Μην μου την χάλασε κάνω, αυτός ο κύριος Γκαμόν, μην τα θαλάσσωσε η Αυτού Εξοχότης του; Η Νίνα όμως βιαζόταν. Ακούστε –μου λέει μ’ αγαπησιάρα φωνή- πάρτε τούτο. Και μου βάζει στο χέρι κάτι. Ήταν ένα στιλέτο ωραιότατο!
-«Μαχαίρι!» κάνω και την κύτταξα. Την κύτταξα χαύνος. Μα πριν προφτάσω να πω άλλο τι, αυτή μου απόειπε. Θα σου εξηγήσω κι ας βιάζομαι. Αυτό –μου λέει- είναι κλειδί σε σχήμα στιλέτου. (Το κλειδάκι της κούκλας). Τη Λουίζα την έχω στημένη στην είσοδο κι έχω μισανοιγμένη την πόρτα. Θα πάτε κατευθείαν στο σπίτι μου και θα μπείτε αδιστάχτως. Εκεί θα την δείτε. Θα την δείτε καθιστή σ’ ένα κάθισμα κάτω απ’ τη μωβ καντήλα του αντρέ μας. Προσέχτε: Να προχωρήστε σιγά και να την πιάστε απ’ τον ώμο της. Να της χώστε κατόπι ευθύς το στιλέτο κι ακριβώς στην καρδιά!… Τότε θ’ ακούστε: θ’ ακούστε τότε ένα μοτίβο του Φίγκαρω να το παίξει αυτή, φλάουτο!… Και: αντίο –μου λέει- τώρα, βιάζομαι. Κι ώρμησε προς τ’ απάνω να φύγει. «Να το στρίψω;» της λέω «να το φέρω και βόλτα;»
-Ναι μια… (λέει).
Κι έφυγε· χάθηκε σαν από γλυκό ψέμα και φώτα. Ωωω… δεν ήταν ανάγκη, δεν πείραζε. Μόνον αυτό, μόνον αυτό… Ας μην ήταν έτσι αμφίβολη η όψη της, ας μην ήταν έτσι αόριστη η μορφή της… Είχε λιγάκι τι το νοερό… έκλινε προς το ακαθόριστο λιγάκι…
Κι έμεινα εκειδαχάμω να μούρχεται στενά το κορμί μου. Φλάουτο, το γλυκό όραμά της με μέθαε. Που να τόχωσα –σκέφτομαν- εκείνο το εισιτήριο πρώτης. Το εισιτήριο!… Μπήχνω μια φωνή, μη και τόχασα. Κι άρχισα να ψάχνουμαι εκειχάμω… Εκείνο το καράβι, λέω, τι νάγινε; Πού είναι οι βαρκαρέοι να με μπαρκάρουν; Κι άρχισα να το ξαναπαγγέλνω νοερά μου:
Από τη γέφυρα του Εύριπου, άμα ρωτήσεις για τα μεγάλα πουλιά, οι άνθρωποι υψώνουν το χέρι τους και σου δείχνουν το Νότο. Από εκεί έρχονται οι θερινοί υδρατμοί κι οι ορίζοντες, κι εκεί εωρίζονται –άσπιλοι- οι πέτρινοι κρίνοι των βράχων. Οι πετροκάβουροι (κάτι πισωπατητοί πολυπόδαροι) έχουν αποδημήσει στους ρόμβους. Εκεί, σπάει η υγεία τους σε παραλληλόγραμμα επεισόδια. Εκεί, θα πάω κι εγώ – να (στις πλάτες) μου βγουν δυο μαύρα μάτια. Η ατμομηχανή της νυκτός, απ’ όπου ο μηχανοδηγός θα με βλέπει, θα επωάζει –αυτός- τρίγωνα και αριθμούς διαιρετέους. Τί το αφύσικο να, κι εγώ τους αρώταγα για τίποτις τεράστια όρνεα, και να μου δείξουν το Νότο;
Ας ήταν. Κι εγώ είχα μιαν αγάπη χαμένη. Κι εγώ ξέχναγα των ματιών της τα χρώματα. Μάλιστα ούτ’ είχε –αυτή- γεννηθεί, και μάλιστα ούτε την είχα ιδωμένη. Την φαντάζομαν με βλέφαρα αρχαγγελλικά και με δάχτυλα μακρουλά σαν κλωνάρια. Κι ήταν σα να τόχει πάρει για ζήτημα το πέταγμα των πεταλουδιών στους αγρούς. Τουλάϊστο να μην την είχα εγώ ερωτευτεί και να τη αγάπαε άλλος… Την είχα ερωτευτεί με τα ούλα μου έως αυτές μου τις φόδρες. Πάσχουμε… μου λέγαν κι οι κόπιτσες των δυο μανικιών μου, την αγαπάμε για χάρη σου. Αγαπάτε την… τους έλεγα τότε κι εγώ, τί σας βλάφτει; Και τολοιπόν την αγάπαγαν και δεν τις έβλαφτε κι όλας. Και μάρεζε που δεν ήταν αυτό φοβερό και που δεν μύριζε όλιο. Μάλιστα που μήτ’ Ουλαλούμ θα την φώναζα, παρά θα την έκραζα Νάϊνα. Νάϊνα –θα της έλεγα- τέντωσε το μικρό δαχτυλάκι σου. Κι αυτή θα το τέντωνε. Τώρα Νάϊνά μου γγίξε με… Ύστερα θα της πρόσθετα: Νάϊνα! Πρόσεξε –θα της πρόσθετα- Νάϊνα μας, μην ανέλπιστα μου πεθάνεις και τότε αυτό νάν’ δυστύχημα και νάναι αυτό φοβερό… Πέθανε, όταν με καλογνωρίσεις ποιος είμαι.
Και τράβηξε γιαλό-γιαλό το δρομάκο. Ήταν αυτός ένας δρομάκος τεφρός, σερπετός, που φειδοσέρνονταν –δεντρογαλιά- μεσ’ στη νύχτα. Ροχάλιζε ο Ευβοϊκός στο σκοτάδι. Βούου! ένας αέρας φυσούσε. Τότε –μονάχο βουβό σιωπηλό- σκέφτηκε ένα καράβι να πηγαίνει. Ένα καράβι που νάχει γ ι ά λ ι ν α π α ν ι ά και να λικνίζεται όξ’ απ’ τα όρια του κόσμου…
Ώστε την είχα περίφημα. Δεν ήταν διόλου –όχι- η νίλα μου καμμιά τυφλή πράξη της τύχης, καμμιά συρροή –όπως λένε- σ υ μ π τ ώ σ ε ω ν , η πεπονόφλουδα εμένα. (Γι’ αυτό και το τουμπάνισμά μου ήταν τέλειο – σχεδόν έργον τέχνης..) Εμένα η ήττα μου στάθηκε εξίσωση μαθηματική κάθε γκάφας μου, αποτέλεσμα ταμπεραμέντου μου κι έμπνευσης –σ ο φ ό τ α τ ω ν μ ι α ς α ρ ά δ α ς λ α θ ώ ν!.. (Λόγου χάρη εκείνο μου το «τ ι ε υ γ έ ν ε ι α , ε υ γ έ ν ε ι α – τ ι φ ι ν έ τ σ α ε π ι δ ε ρ μ ί δ α ς κ α ι κ ό τ σ ι ω ν» ενώ κι όλας χάϊδευα το παντρεμένο χέρι ενός τράγου… Τι διάνα!) Ά!. Θα έκδιδα κι εγώ Συλλογή και θα την τιτλοφορούσα: «Ε α υ τ ο ύ λ η δ ε ς !»…
Μα αντίς αυτό (= να με αποκεφάλιζε) κρεμάστηκε στον λαιμό μου η Σιωπία… «Χρυσέ μου!…, μου κάνει, η αγάπη σου σ’ έσωσε!… Αν δεν απ’ το τραίνο κατέβαινες θα τράβαες τώρα προς τον αιώνιο χαμό σου. Το τραίνο δεν οπισθοβατικώς μόνο πήγαινε, αλλά και οπισθοβατικώς μεσ’ στον χρόνο».
-!!!
-Σήμερα έχουμε 2 Απρι…
-Μα στο τραίνο ένας μου είπε Ιουλίου 14-ρις.
-Για κείνη τη στιγμή σωστά σου είπε. Το μέτρημα έβαινε «κατηφορικώς» εκειμέσα. Δηλαδή πάει ανάποδα.
-Ώστε, σωστά κι ο πιτσιρίκος μέτραε από το 5, 4, 3… έως το μηδέν;
-Ή Δεκέμβριος, Νοέμβριος, Οκτ…
-Σιωπία, τ’ είν’ αυτά; Θα με τρελ…
Γιάννης Σκαρίμπας, «Η τελευταία των 6½» στο Γιάννης Σκαρίμπας, Τρεις άδειες καρέκλες, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη 1998, σ. 55-6.
-Μα mon bien aime!… μου κλαψαρίζει η γυναίκα μου, εννοήσαντας για ποιο γκρεμό της τον είχα. (Πρώσσος δεν ήταν; Η σκάλα έχασκε κάτω του…).
-Σκασμός! της γκαρίζω.
-Ω, mon dieu!… είναι Ντήζελ! Μοντέλο της «Πετρόλεουμ Κόμπανυ». Να μου τον σπάσεις –θα πάθω!
-Ο Κρακ-Τοκ;
-Ακριβώς. Του εργοστασίου κινητανθρώπων «Μπάουτ-μεν», σταλμένος εδώ σε τεμάχια! Τον συναρμολόγησα η ίδια. Σου λέω είναι τέλειος: Κομψότης, στερεότης, ακρίβεια!.. Ω, εγγυημένη εργασία!
Μπρε τι έλεγε!.. Ώστε ήταν ρομπότ; Ένα σίδερο;
«Έτσι, με πάμφωτο ξανά του νου μου το κρύσταλλο και γύρω μας τον Ευβοϊκό να κοχλάζει, αντικρύσαμε – ψηλά από του πλοίου τη γέφυρα – την περιπόθητη πόλη. Ορθό λελέκι, με πάνω της – σαν άσπρο κομφετί – χίλιους γλάρους, την είχε, λες, με κιμωλία ο έρωτας εκεί στο βάθος χαράξει. Το πλοίο μας τη χαιρέταγε, πάλλοντας μια τεράστια – αφρών – βεντάλια στην πλώρη. Και πλάι μου η Αγγέλα αναγάλλιαζε. Έσφυζε σαν μια καρδιά στο πλευρό μου. Μα καθώς – δαχτυλιδάκια – τις μπούκλες της, τις έτρεχαν μαϊστραλάκια και φρίκες, εκείνο τους – των ματιών – το κινέζικο, μούρχονταν σαν οριζόντια μέθη… Και – λοξά – την κοιτούσα.»
«Αποβραδύς ένα μισοφέγγαρο ανάστροφο πάνω από στέγες και βράχους έκανε κάτι πράγματα αλλόκοτα. Είχ’ ανάψει έναν τσιγάρο παράξενο (κι) απόνα μακρυνό συννεφάκι, έκλεινε πονηρά το ματάκι του. Καθρεφτίζονταν τόσο κωμικά μες στη θάλασσα, που ύστερα χαμογελούσε μοναχό του. Το νινί!
Τ’ αστέρια τρεμόσβαιναν. Στην κατάμαυρη έκταση κράδαιναν ζωντανά τις κεραίες των σαν να κολυμπούσαν στο χάος. Είναι πολύ ωραία παιδιά στη Χαλκίδα. Όταν κρυφά πλημμυρούν τα μεσάνυχτα, οι νύχτιες αύρες φυσάνε. Είναι η ώρα που τα εισιτήρια αναπαύονται και δυο τρεις παν κι ερχόνται. Τότε, είσαι ‘‘Ρόδον το αμάραντον!’’»
«Η ζαβολιά κι η σιωπή, το σκέδιο μου εβουλήθη
μ’ έναν διαβήτη μου άνισον, εδώ, να ιχνογραφεί˙
κι είμαι λοξά – σχήμα ζαβό – γιομάτος φως και λήθη
να στρέφουμαι ελλειπτικά στης ύλης τη στροφή.»
Τ’ ακριβό σου μήνυμα η γλυκειά μιλιά σου ήρθε που την πρόσμενα – ήρθε ψες αργά
Απ’ τη χιλιοπόθητη την ακρογιαλιά σου που κυλούν τα κύματα χαρωπά γοργά
Ήρθε που την πρόσμενα – κι η ψυχή μου πάλι έφυγε φτερούγισε χαρωπή γοργή
Στο λευκό σου κι όμορφο έφτασε ακρογιάλι και σαν κύμα χύθηκε στην καλή σου γη
Στάθη παρμόνεψε τα παράθυρά σου σαν πουλάκι κάτασπρο και θαλασσινό
Σ’ είδε ήσουν άγγελος είδε τα φτερά σου να χτυπούν ολόασπρα μες σε φως αχνό…
Είχα πει για πόλη με σπασμένους δρόμους και για που να φύσαε – τάχα – είπα ο Νότος, ναι, για – τάχα – νάμουν (με γκραν φλου στους ώμους) ένας λυπημένος Πιερότος.
Και πως τάχα η πόλη (ω, τι χρόνια εκείνα!) νάταν η Χαλκίδα στα γητέματά της – μια θλιμμένη – τάχα – κολομπίνα και να κλαίω εγώ στα γόνατά της… ……………………………………………Κι – ω, το θάμα! – να ’μια στην καμπή του δρόμου, με, στη μπέρτα μύρια τ’ άστρα και Σελήνες, φρίσσουν – μπρος στο Νότο – γύρω απ’ το λαιμό μου κι οι πλισαριστές μου κολλαρίνες.
Κι είν’ σπασμένοι οι δρόμοι, κι είν’ η πόλη η ίδια η Χαλκίδα (ως όταν νάπνεε – έλεα – ο Νότος) ρουζ έχω στη μύτη και γλυκά φχιασίδια κι είμαι κείνος (πούειπα) Πιερότος…
Μα – τι θάμα πάλι! – δίχως κολομπίνα
(είτε αυτή θλιμμένη), ούτε γω κλαμένος! Ω – του νου – πετώντας δω την σερπαντίνα τώρα εγώ γελάω ο γελασμένος…
Σκέφτομαι πως θάμα είσαι έτσι ως είσαι με καπέλο κλόουν, ω Χαλκίδα – ως τότε – να μου λες κλαμένη: Πιερότε ζήσε, ζήσε – μην πεθαίνεις, Πιερότε…
Νάν’ σπασμένοι οι δρόμοι, να φυσάει ο νότος κι εγώ καταμονάχος καί νά λέω: τί πόλη! να μην ξέρω αν είμαι – μέσα στην ασβόλη – ένας λυπημένος Πιερότος!
Φύσαε – είπα – ο νότος κι έλεγα: Η Χαλκίδα, ώ Χαλκίδα – πόλη (έλεγα) και φέτος ήμουν – στ’ όνειρό μου είδα – Περικλέτος, πάλι Περικλέτος ήμουν – είδα…
Έτσι έλεγα! Ήσαν μάταιοί μου οι κόποι πάν’ σέ ξύλο κούφιο, πρόστυχο, ανάρια, ως θερία, ως δέντρα – αναγλυμένοι – ως ψάρια τα όνειρά μου (μούμιες) κι οι ανθρώποι.
Τώρα; Πόλη, τρέμω τα γητέματά σου κι είμαι ακόμα ωραίος σαν το Μάη μήνα, κρίμα, λέω, θλιμμένη νάσαι κολομπίνα και να κλαίω εγώ στα γόνατά σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Έτσι νάν’ σπασμένοι, να φυσά απ’ το νότο και με πίλο κλόουν να γελάς, Χαλκίδα: Αχ, νεκρόν στό χώμα – να φωνάζεις – είδα έναν μου ακόμη πιερότο! . . .
Σπασμένο καράβι νάμαι πέρα βαθιά
με χώρις κατάρτια με χώρις πανιά να κοιμάμαι.
Νάν’ αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική γύρω γύρω,
με κουφάρι γυρτό και με πλώρη εκεί που θα γείρω.
Νάν’ η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
και τα βράχια κατάπληκτα και τ’ αστέρια μακριά να κοιτάνε…
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές το φεγγάρι.
………………………………………………..
Έτσι νάμαι καράβι γκρεμισμένο, νεκρό
σ’ αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό, να κοιμάμαι…
Δεσποινίς, δεσποινίς εχαρήκαμε πολύ για σας – τω όντι – μπρος στης πόλεως τα φώτα «την τιμήν» όταν λάβαμε εκεί,
κι ως το βλέμμα σας – σαΐτα – και το δόντι μας ετράβαε, εμείς σε κοιτούσαμε θλιμμένοι, σιωπηλοί και γλυκοί.
Και μαμζέλα μας δηλαδή ο αέρας του μπάτη μας ελίκνιζε σε λίγο – ανοιχτά η βάρκα επροχώρει –
στο σκοτάδι προφίλ λάμπει – σφάχτης – το μάτι, και μας πρόσμενε με φώτα αναφτά το βαπόρι.
Μας επρόσμενε Χα!…
τώρα αυτά μοναχά, είναι τώρα σαν πρώτα – σαν πρώτα,
σαν ποτές να μην ήσαν στ’ αλήθεια
Ώρα καλή στου απείρου την καρδιά γλάρε µου βραδινέ που φεύγεις – πλοίο, µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά, η κάμαρά µου, ένα φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ…Εγώ εκπεσµένο αλαργινό αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω ένα βιβλίο, ένα φωσάκι – και πονώ – µια καµαρούλα – αδέλφι µου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου, άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από ακοντά (µην απορείς και µη ρωτάς) σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου – πλοίο ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς σαν να ’σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο…
Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη, και σένα του καπέλου σου πλατειά και φανταιζί κάποια κορδέλα του, τρελά να χαιρετάει.
Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά γι’ άστρα, τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων, κι αυτός ο άνεμος τρελά-τρελά να μας σκουντά όλο προς τη γραμμή των οριζόντων.
Kι όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός για ένα – με γυάλινα πανιά – πλοίο που πάει όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο που πέφτει εκτός: όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών – στα χάη.
Kι όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου – φως μου – (καθώς τρελά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλα η φανταιζί) βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα, κι έλεγα: Θά ’ρθει απόψε απ’ τα νερά κι από τα δάσα.
Θά ’ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή, αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι και θα μυρίζει ήλιο και βροχή και νειο φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ, στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα, και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα» που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει καπνός και – τάχας – σύγνεφα θαμπά προς τη Σελήνη…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ· κίνησα να σε βρω στο δρόμο – ωιμένα – μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κερά, που άκουγα διπλά τα βήματα μου! Πάταγα γω – στραβός – μες στα νερά; κι εσύ κοντά μου…
Κάλλιο χορευταράς νάμουνα πέρι κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια θάσερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι, μ’ όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.
Κι έν’ αψηλό τραγούδι για σιρόκους θάρχιζα, γι’ αφροπούλια και για ένα γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους, που θάρχονταν να μ’ έπαιρνε και μένα.
Με δίχως τους αναστεναγμούς της Πολυδούρη, μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι, – κι οι πένες μου πενιές σ’ ένα σαντούρι, άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!
………………………………………………
Γιαλόγιαλό να φεύγουμε και – άντε – να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια, κι εκεί – λες κομφετί μες στο λεβάντε– όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια.
Και σαν χτισμένη εκεί από κιμωλία, βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα μ’ όλα μου – ανοιγμένα – τα βιβλία καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα…
Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη, ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη και με ήβραν – χωρίς κανέν’ να μου λείπει – τα λάθη.
Κι ως τα γνώρισα όλα μου γύρω – μπραμ-πάφες όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες – ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες μου όλες.
A!… τι θίασος λίγον τι από αλήτες μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους, έτσι ως έμοιαζαν– με πρησμένες τις μύτες– παλιάτσους.
Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα μπρος σε τρίποδα με κάν τ α μυστήρια, όπου γράφονταν τ’ αποτυχημένα μου έργα – εμβατήρια!
Α… τι έμπνευση!… Μαιτρ του φάλτσου ’γώ πάντα, με τη βέργα μου τώρα ψηλά– λέω– με τρόμους νά, με δαύτη μου να παρελάσω τη μπάντα στους δρόμους.
Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας, μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια οι παλιάτσοι μου– στον αέρα πηδώντας– τα θούρια…
Η Βουλή των Ελλήνων χρηματοδότησε τούτο τον ιστότοπο καθώς και ορισμένες άλλες από τις ανάγκες του Μουσείου-Αρχείου-Πολιτιστικού Κέντρου Γ. Σκαρίμπα
(δείτε αναλυτικά)