Ο Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893, κατά μία εκδοχή στον γενέθλιο τόπο της ευκατάστατης μητέρας του Ανδρομάχης Σκαρτσίλα, το Αίγιο Αχαΐας, και κατ’ άλλην στη γενέτειρα του πληβείου πατέρα του Ευθύμιου Σκαρίμπα, την Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας.
Φοίτησε στο Αλληλοδιδακτικό Δημοτικό Σχολείο της Ιτέας και εν συνεχεία (1906-1908) στο Ελληνικό Σχολείο Αιγίου. Τελείωσε το Γυμνάσιο στην Πάτρα καθώς και τη Μέση Δασική Σχολή της πόλης. Το 1912 εργάστηκε ως διευθυντής λογιστηρίου στο υποκατάστημα της γερμανικής εταιρείας Singer στην Πάτρα. Στο τέλος του επόμενου χρόνου στρατεύτηκε και έλαβε μέρος στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στο μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε στον αυχένα και παρασημοφορήθηκε.
Το 1919 έλαβε θέση εκτελωνιστή στο τελωνείο Χαλκίδας και παράλληλα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το συντηρητικό της κλίμα τον έκαμε σύντομα να την εγκαταλείψει. Τον ίδιο χρόνο νυμφεύτηκε την Ελένη Κεφαλληνίτη (με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά). Αμέσως μετά, αποσπάστηκε στο νεοσύστατο τελωνείο της Ερέτριας, απ’ όπου τέλος του ’22 επέστρεψε στη Χαλκίδα, όπου για πάντα αγκυροβόλησε.
Με τη γραφή ο Σκαρίμπας άρχισε να καταπιάνεται από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, δημοσιεύοντας κείμενά του σε εφημερίδες με το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Συστηματικότερα το έπραξε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ερέτρια, όπου και συνέταξε τα πρώτα του εννέα διηγήματα. Ωστόσο, η εντατική ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία συνέβη κατά την οριστική του εγκατάσταση στη Χαλκίδα, όπου με πάθος συνέχισε να μελετά και να δημιουργεί.
Έχοντας βιώσει από τα μικράτα του στην Αγια-Θυμιά τη λαϊκή μας παράδοση και μαγευτεί από την ομορφιά του δημοτικού μας τραγουδιού, το ανήσυχο και ανυπότακτο πνεύμα του τον ωθεί σε νέες αναζητήσεις.
Ο Πόε, ο Χάμσουν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ίψεν, ο Ουάιλντ, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Σολωμός, και άλλοι σύγχρονοί του όπως ο Καρυωτάκης, μαζί με τα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα της Ευρώπης του προσφέρουν ιδέες και τροφή για το έργο του, αλλά και του κεντρίζουν το ενδιαφέρον να υπερβεί τους ως τότε ορίζοντες των λογοτεχνικών γραφών και να τις ταξιδέψει σε πολύ διαφορετικούς και πρωτόγνωρους συγγραφικούς δρόμους.
Κομβικό σημείο στη λογοτεχνική του οδοιπορία υπήρξε το διήγημά του Στις πετροκολόνες στο λιμάνι (1929) και η βράβευσή του για τον Καπετάν Σουρμελή τον Στουραΐτη στον πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά. Διήγημα που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την κριτική επιτροπή του διαγωνισμού (Κωστής Μπαστιάς, Φώτης Κόντογλου, Κώστας Καρθαίος και Λέων Κουκούλας), η οποία διέκρινε το ίδιον, το «αλα-Σκαρίμπα», όπως αποκάλεσε ύφος του γραπτού. Μάλιστα, φρόντισαν σε επόμενα φύλλα του περιοδικού να δημοσιευτούν διηγήματα του Χαλκιδέου συγγραφέα και το 1930 να κυκλοφορήσουν υπό τον τίτλο Καϋμοί στο Γριπονήσι.
Δυο χρόνια μετά, θα έρθει και Το θείο Τραγί, με δεκατρία του αφηγηματικά κείμενα, που φέρουν επιρροές από τον γαλλικό υπερρεαλισμό, αποτελούν εντυπωσιακή στροφή του στο ως τότε αφηγηματικό του ύφος και συνάμα σταθμό στην όλη του συγγραφική πορεία.
Σύντομα, θα έλθει και ο μυθιστορηματικός του Μαριάμπας, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από ορισμένους ως αφηγηματικό αριστούργημα, και ένα χρόνο μετά, το ’36, η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ουλαλούμ.
Την επόμενη χρονιά θα ηγηθεί της σύνταξης και της έκδοσης των Νεοελληνικών Σημειωμάτων, τα οποία μετά από πέντε όλα κι όλα τεύχη αναγκάζεται από τη δικτατορία του Μεταξά να κλείσει, μολονότι η αρθοργραφία του ήταν ουσιαστικά αποκλειστικά λογοτεχνική χωρίς “πολιτικολογία”. Είχε ωστόσο κάνει το “λάθος” να ξεκινήσει “πόλεμο” κατά του “πνευματικού κατεστημένου της Αθήνας”.
Στη γονιμότερη και ουσιαστικότερη αυτή περίοδο της συγγραφικής του ζωής ο Σκαρίμπας θα προσφέρει στα νεοελληνικά μας γράμματα Το σόλο του Φίγκαρο, αλλά και άλλα του αφηγηματικά ή θεατρικά του έργα, τα οποία κατά καιρούς και σύμφωνα με την πάγιά του τακτική θα επεξεργαστεί και τροποποιήσει και είτε θα τα εμφανίσει αργότερα είτε θα τα καταχωνιάσει σε κάποια συρτάρια, οπότε οι επιγενόμενοι τα ανέσυραν για να τα αποδώσουν στο αναγνωστικό κοινό (όπως το θεατρικό Βατερλώ δυο γελοίων) είτε αδημοσίευτα ως σήμερα παραμένουν (όπως οι θεατρικές του δημιουργίες Μαριάμπας και Γαλατάδες).
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η πείνα παρά λίγο να στερήσει τη ζωή του ιδίου και μελών της οικογενείας του.
Την περίοδο αυτή έλαβε αρκετή δημσοιότητα η αντιδικία του με τον Αργύρη Βαλσαμά, ο οποίος δια του τύπου υποστήριξε πως Η γυναίκα του Καίσαρος (που παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στην κατοχική Χαλκίδα για την ενίσχυση του Σκαρίμπα και αργότερα κυκλοφόρησε ως βιβλίο με τον τίτλο Ο ήχος του κώδωνος), υπήρξε προϊόν αντιγραφής του συγγραφέα από Το βαμμένο πέπλο του Σόμμερσετ Μωμ.
Κατά τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης υποστήριξε το ΕΑΜ για το οποίο έγραψε κι ένα υμνητικό άρθρο το 1945 στην εφημερίδα “Ελευθερία” που ο ίδιος εξέδωσε για μικρό χρονικό διάστημα.
Μετά την απελευθέρωση συνέχισε να υπερασπίζεται τις δημοκρατικές αντιλήψεις με διάφορους τρόπους (καταγγέλλοντας τη χρήση κατασταλτικών μέτρων από τις κυβερνήσεις, απαιτώντας δημόσια με άλλους την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων κλπ), ενώ και η συγγραφική του δραστηριότητα συνεχίστηκε με το Βατερλώ δυο γελοίων, τα εμβληματικά αντιπολεμικά του έργα Περίπολο Ζ και Φυγή προς τα μπρος κ.α.
Στις κατοπινές δεκαετίες στράφηκε και προς το ελληνικό θέατρο σκιών, δίνοντας μάλιστα και παραστάσεις με δικής του κατασκευής σενάρια και καραγκιοζοφιγούρες (περιώνυμες πλέον και εκτιθέμενες στο Μουσείο Σκαρίμπα στη Χαλκίδα). Εξέδωσε και σχετικό πόνημα με τίτλο ο Αντικαραγκιόζης ο Μέγας.
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ως λογοτέχνης χρονικά τοποθετείται στη γενιά του ’30, οπότε και πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με μια γραφή κοφτερή και πρωτότυπη κατά την υφή και το ύφος, που θεωρείται εντελώς προσωπικό και αμίμητο.
Η λογοτεχνική του παραγωγή έχει ως μεγάλη πρωταγωνίστρια τη γλώσσα. Φρόντιζε με τέχνη την αποδόμησή της, ενώ διατύπωνε τα νοήματά του με ανατρεπτικό και ιδιότυπο σύστημα γραφής, που συνδυάζει και στοιχεία από τον σουρεαλισμό, τον μοντερνισμό και το παράλογο.
Πλάι στην γλώσσα, αρωγός στα λογοτεχνικά του παιχνίδια στέκονται οι αφηγηματικές του εμπνεύσεις και τεχνικές με την περίτεχνή τους πλέξη και διαστρωμάτωση, που πέραν των άλλων κρατά τον αναγνώστη σε διαρκή νοητική εγρήγορση, στοχασμό και συμμετοχή στα συγγραφικά του δρώμενα.
Η φιλολογία πλέον τον τοποθετεί στους κύριους εισηγητές και εκφραστές του παράδοξου στον χώρο της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας και του θεάτρου του παραλόγου. Μάλιστα, αρκετοί μελετητές τον θεωρούν ως τον πρώτο Έλληνα συγγραφέα του είδους.
Ως συγγραφέας ο Σκαρίμπας με αυταπάρνηση, σαρκασμό και καυστικότητα για έξι και πλέον δεκαετίες από την «πεπρωμένη πόλη» του Χαλκίδα δίχως σταματημό στηλίτευε τα κακώς της κοινωνίας κείμενα, τον σκοταδισμό των πνευματικών ιδρυμάτων και τον τελματικό λόγο των λογοτεχνικών ελίτ, αντιτείνοντας συνάμα τη δική του στοχαστική πρόταση. Γεγονός ετούτο, που συνετέλεσε στον παραγκωνισμό του από τους ψηλοκάπελους φιλολογικούς κύκλους της εποχής του και στην κακόπιστη κριτική πολλών εκ των επαϊόντων.
Πιστός στις αρχές του ο Σκαρίμπας και ακλόνητα πεπεισμένος για τη σημαντικότητα και την αγέραστη υφή του έργου του, δήλωνε απερίφραστα: «Εμένα η μάνα Ελλάδα τώρα με κοιλοπονάει!»
Όσο περνάει ο καιρός ο – κατά δήλωσή του ως ο «χαλκιδεότερος πάντων των Χαλκιδέων» – Γιάννης Σκαρίμπας, λογίζεται σημαντικός λογοτέχνης, ενώ οι μελετητές του έργου του διαρκώς αυξάνονται, προσεγγίζοντας πολύπλευρα τα συγγραφικά του δημιουργήματα.
Για το ξεχωριστό και ιδιόπλωρο συγγραφικό του έργο ο Σκαρίμπας ευτύχησε να τιμηθεί από την Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών (το 1964) και από τον Δήμο Χαλκιδέων με το Χρυσό Μετάλλιο (το 1978), καθώς και με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για το αντιπολεμικό του αφήγημα Φυγή προς τα Εμπρός.
Πλήρης ημερών (ετών 91) ο Σκαρίμπας έφυγε από τη ζωή στις 21 Ιανουαρίου 1984, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στην – κατεδαφισθείσα το 2003 – οικία της οδού Γκομίνη 8, όπου διέμενε. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και ο ενταφιασμός του σε περίοπτη θέση, έξω από το φρούριο του Καράμπαμπα.
Η Βουλή των Ελλήνων χρηματοδότησε τούτο τον ιστότοπο καθώς και ορισμένες άλλες από τις ανάγκες του Μουσείου-Αρχείου-Πολιτιστικού Κέντρου Γ. Σκαρίμπα
(δείτε αναλυτικά)